- πῡγιστής
πῡγιστής, ὁ, paedico, paedícator.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡγιστής, ὁ, paedico, paedícator.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυγιστής — ὁ, Α [πυγίζω] αρσενοκοίτης, κωλομπαράς … Dictionary of Greek
φιλοπυγιστής — ὁ, Α παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πυγιστής «αρσενοκοίτης» (< πυγίζω < πυγή «πρωκτός»)] … Dictionary of Greek