- πῡγός
πῡγός, ἡ, spätere Form = πυγή, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡγός, ἡ, spätere Form = πυγή, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπυγος — εὔπυγος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους γλουτούς, ο καλλίπυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. ά πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
καλλίπυγος — καλλίπυγος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό πυγος, μελάμ πυγος] … Dictionary of Greek
κατάπυγος — κατάπυγος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
λεπτόπυγος — λεπτόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό πυγος, ροδό πυγος] … Dictionary of Greek
λισπόπυγος — λισπόπυγος, ον (Α) (για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος, λεπτό πυγος] … Dictionary of Greek
ροδόπυγος — ον, Α αυτός που έχει ροδοκόκκινο πισινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πυγος (< πυγή), πρβλ. μελάμ πυγος, πλατύ πυγος] … Dictionary of Greek
ορθόπυγος — ὀρθόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει σηκωμένα τα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] … Dictionary of Greek
δασύπυγος — δασύπυγος, ον (Α) δασύπρωκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + πυγος < πυγή «πρωκτός»] … Dictionary of Greek
λευκόπυγος — λευκόπυγος, ον (Α) λευκόπρωκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πυγή «γλουτοί» (πρβλ. καλλί πυγος)] … Dictionary of Greek
μελάμπυγος — μελάμπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας 2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς… … Dictionary of Greek