- πῡτῑναῖος
πῡτῑναῖος, von Weidengeflecht, π τερά, Ar. Av. 798, komisch nach dem Schol., weil Diotrephes ϑάλλινα ποιῶν ἀγγεῖα ἐπλούτησε καὶ ἱππάρχησε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡτῑναῖος, von Weidengeflecht, π τερά, Ar. Av. 798, komisch nach dem Schol., weil Diotrephes ϑάλλινα ποιῶν ἀγγεῖα ἐπλούτησε καὶ ἱππάρχησε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυτιναίος — αία, ον, Α αυτός που είναι πλεγμένος από τρυφερά κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτίνη «φιάλη καλυμμένη με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς» + κατάλ. αῖος* (πρβλ. δαφν αῖος)] … Dictionary of Greek
πυτιναῖα — πῡτῑναῖα , πυτιναῖος of a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)