- πῡράμινος
πῡράμινος, poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριϑάμινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡράμινος, poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριϑάμινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυράμινος — και σπυράμενος, η, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί τού πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ άμινος, σησ άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)] … Dictionary of Greek
πυραμίνων — πυράμινος wheaten fem gen pl πυράμινος wheaten masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμίνους — πυράμινος wheaten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράμινος — η, ον, Α βλ. πυράμινος … Dictionary of Greek