πῖος [2]

πῖος [2]

πῖος, τό, = πῖαρ, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

  • Ράζνο, Πίος — (Rajna, 1847 – 1930). Ιταλός φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Έγινε γνωστός για τις μελέτες του για την ηρωική και την ιπποτική ποίηση στη Γαλλία και στην Ιταλία καθώς επίσης και για τις… …   Dictionary of Greek

  • πῖε — πῖος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῖοι — πῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • πιότερον — πῑότερον , πῖος adverbial comp πῑότερον , πῖος masc acc comp sg πῑότερον , πῖος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρηγοριανό πανεπιστήμιο — Πανεπιστήμιο στη Ρώμη που διευθύνεται από τάγμα των ιησουιτών. Ιδρύθηκε το 1552 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα υπό την ονομασία Pontificia Universita Gregoriana και ανακαινίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ το 1582. Το 1876 ο πάπας Πίος Θ’ προσέθεσε σχολή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • πιοτάτας — πῑοτάτᾱς , πῖος fem acc superl pl πῑοτάτᾱς , πῖος fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιοτάτων — πῑοτάτων , πῖος fem gen superl pl πῑοτάτων , πῖος masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”