- πῖνον
πῖνον, τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῖνον, τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῖνον — πίνω Aër. pres part act masc voc sg πίνω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg πίνω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πίνω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνον — τὸ, Α είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο τού πίνω] … Dictionary of Greek
πίνον — πίνος dirt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῖνα — πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — πίνος dirt masc nom/voc/acc dual πίνος dirt masc gen sg (doric aeolic) πί̱νω , πίνω Aër. pres subj act 1st sg πί̱νω , πίνω Aër. pres ind act 1st sg πί̱νω , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc dual πί̱νω , πῖνον liquor made from barley… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пиво — укр. пиво, др. русск., цслав. пиво πῶμα, πόσις, болг. пиво, сербохорв. пи̑во, словен. рivо, чеш., слвц. рivо, польск., в. луж., н. луж. рiwо. От пить; см. Траутман, ВSW 228. Ср. фрак. πῖνος, πῖνον ̇ ὁ κρίθινος οἴνος (Аристот. у Афин.; см. Томашек … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
PALAESTRICI Juvenes — olim tondebantur, uti discimus ex Tertulliano de Pallio c. 4. ubi de suis Carthaginiensibus: Unde apud aliquos Numidas, etiam equis caesariatos, iuxta cutem tonsor et cultri vertex solus immunis? In quibus verbis tonsor, pro tonsura, ut apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον … Dictionary of Greek
πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
πινεγχύτης — ὁ, Α ο οινοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖνον «είδος ποτού» + εγχύω] … Dictionary of Greek
πῖν' — πῖναι , πίνη fem nom/voc pl πῖνε , πίνω Aër. pres imperat act 2nd sg πῖνε , πίνω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πῖνα , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)