πῖσος — meadows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσος — pease masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσος — pease masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
πίσους — πίσος pease masc acc pl πί̱σους , πῖσος meadows neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσω — Πίσος pease masc nom/voc/acc dual Πίσος pease masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσοι — Πίσος pease masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσοι — πίσος pease masc nom/voc pl πί̱σοῑ , πιπίσκω give to drink fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσοις — Πίσος pease masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσου — Πίσος pease masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσους — Πίσος pease masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)