πῑήεις, εσσα, εν, poet. statt πίων, ψαιστὰ πιήεντα Leon. Tar. 13 (VI, 300).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) πίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πιήεντα — πῑήεντα , πιήεις neut nom/voc/acc pl πῑήεντα , πιήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)