- πῑλο-ειδής
πῑλο-ειδής, ές, filzartig, Stob. ecl. 1, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑλο-ειδής, ές, filzartig, Stob. ecl. 1, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιλοειδής — ές, Α όμοιος με πίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος + ειδής*] … Dictionary of Greek