- πῑδακῖτις
πῑδακῖτις, ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑδακῖτις, ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιδακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, ακος + επίθημα ῖτις (πρβλ. καλαμ ίτις)] … Dictionary of Greek
πιδακίτιδας — πιδακί̱τιδας , πιδακῖτις growing at fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)