πῑασμός, ὁ, 1) das Fettmachen, Mästen, Düngen. – 2) das Fett, Ael. H. A. 13, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιασμός — ὁ, Α [πιαίνω] 1. πάχυνση 2. (για αγρό) λίπανση … Dictionary of Greek
πιασμόν — πιασμός fatness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)