πᾶμα

πᾶμα

πᾶμα, τό, Besitzthum, Eigenthum, nach Schol. Il. 4, 433 dorisch; Theocr. syr. 12; Dosiad. ar. (XV, 25).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάμα — πᾱμα, ατος, τὸ (Α) κτήμα, περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ενεστ. *πάομαι «αποκτώ» (βλ. λ. πάομαι) + κατάλ. μα (πρβλ. κτῶμαι, κτῆμα)] …   Dictionary of Greek

  • πᾶμα — property neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάμαν — ἀ̱πάμᾱν , ἀπαμάω cut off imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱πάμᾱν , ἀπαμάω cut off imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπάμᾱν , ἀπαμάω cut off imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀπάμᾱν , ἀπαμάω cut off imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστιοπάμων — ἑστιοπάμων, ὁ (Α) (στους Δωριείς και στους Αιολείς) ο δεσπότης τής οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + πάμων (< πάμα «περιουσία») πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… …   Dictionary of Greek

  • παματοφαγώ — παματοφαγῶ, έω (Α) δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα, ατος «κτήμα» + φυγῶ (< φάγος*)] …   Dictionary of Greek

  • παμπάμων — παμπάμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι …   Dictionary of Greek

  • παμώχος — παμῶχος, ὁ (Α) κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα «κτήμα» + οχος (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπάμων — ον, Α πολυκτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”