- προς-ευφραίνω
προς-ευφραίνω, dazu erfreuen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ευφραίνω, dazu erfreuen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 … Dictionary of Greek
θωρήσσω — (Α) [θώραξ] 1. οπλίζω με θώρακα 2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο 3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ ἂν θωρήξας, μ ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) 4. μέσ. θωρήσσομαι σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες» … Dictionary of Greek