πήχισμα, τό, Länge einer Elle, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πήχισμα — τὸ, Α [πηχίζω] 1. το μήκος ενός πήχυ 2. η μέτρηση με πήχυ … Dictionary of Greek
πηχίζω — Α [πήχυς] μετρώ με τον πήχυ («πήχισμα πεπηχισμένον», ΠΔ) … Dictionary of Greek