- πώτημα
πώτημα, τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλϑον, Aesch. Eum. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πώτημα, τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλϑον, Aesch. Eum. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πώτημα — ήματος, τὸ, Α [πωτῶμαι] πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πωτήμασι — πώτημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωτήμασιν — πώτημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)