πᾱσί-γνωστος

πᾱσί-γνωστος

πᾱσί-γνωστος, allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαϑής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεόγνωστος — θεόγνωστος, ον (Α) γνωστός από θεία φώτιση, αυτός που έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους από τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωστος (< γιγνώσκω), πρβλ. ά γνωστος, πασί γνωστος] …   Dictionary of Greek

  • κρυφιόγνωστος — κρυφιόγνωστος, ον (Μ) αυτός που έγινε γνωστός με μυστική διαδικασία, που έγινε κτήμα κάποιου με μυστική μέθεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + γνωστος (< γιγνώσκω), πρβλ. θεό γνωστος, πασί γνωστος) …   Dictionary of Greek

  • πασίγνωστος — η, ο / πασίγνωστος, ον, ΝΑ ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”