πᾱσι-φανής

πᾱσι-φανής

πᾱσι-φανής, ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • ημεροφανής — ἡμεροφανής, ές (Α) ορατός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ε φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. επι φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • θηροφανής — θηροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φανής (θ. φαν , πρβλ. φαν ός, ε φάν ην), πρβλ. εμ φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • παντοφανής — ές, Μ αυτός που φωτίζει παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • πασιφανής — ές, ΝΑ φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος. επίρρ... πασιφανώς Ν με ολοφάνερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”