πώρινος

πώρινος

πώρινος, von Tuffstein; λίϑος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πώρινος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώρινος — η, ο / πώρινος, η, ον, ΝΑ κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα») αρχ. φρ. α) «πώρινος λίθος» πωρόλιθος β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» λατομείο πωρόλιθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • πώρινος — η, ο κατασκευασμένος από πωρόλιθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πώρινον — πώρινος masc acc sg πώρινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρίνου — πώρινος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρίνους — πώρινος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρίνας — πωρίνᾱς , πώρινος fem acc pl πωρίνᾱς , πώρινος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PORINUS Silenus — Πώρινος Σειληνὸς, apud Plut. in Vita Andocidis, simulacrum est Sileni, ex Poro marmore facti, quod, tophi levitate praeditum, cetera Pario simile erat, uti Theophrastus docet. Ex eo multa Veter. operafiebant, quae πώρινα dicebantur, ut Πάρια,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • πώρειος — εία, ον, Α [πῶρος] φρ. «πωρεία λίθος» πώρινος λίθος, πώρος («οὗτος δ ἐστὶ μεστὸς ψήφων φακοειδῶν λίθου πωρείας», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”