- πἑντηκοντάπηχυς
πἑντηκοντάπηχυς, εος, funfzig Ellen lang oder breit, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πἑντηκοντάπηχυς, εος, funfzig Ellen lang oder breit, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει ύψος, μήκος ή πλάτος πενήντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek