πνῖξις

πνῖξις

πνῖξις, , das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνῖξις — stifling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξις — ίξεως, ἡ, Α [πνίγω] 1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», Αριστοτ.) 2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο …   Dictionary of Greek

  • πνίξις — πνί̱ξῑς , πνῖξις stifling fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνῖξιν — πνῖξις stifling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξει — πνί̱ξει , πνίγω choke aor subj act 3rd sg (epic) πνί̱ξει , πνίγω choke fut ind mid 2nd sg πνί̱ξει , πνίγω choke fut ind act 3rd sg πνί̱ξει , πνῖξις stifling fem nom/voc/acc dual (attic epic) πνί̱ξεϊ , πνῖξις stifling fem dat sg (epic) πνί̱ξει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξεις — πνί̱ξεις , πνίγω choke aor subj act 2nd sg (epic) πνί̱ξεις , πνίγω choke fut ind act 2nd sg πνί̱ξεις , πνῖξις stifling fem nom/voc pl (attic epic) πνί̱ξεις , πνῖξις stifling fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • πνίξεσι — πνί̱ξεσι , πνῖξις stifling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξεσιν — πνί̱ξεσιν , πνῖξις stifling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξεως — πνί̱ξεω̆ς , πνῖξις stifling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίξη — πνί̱ξη , πνῖξις stifling fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”