- πνῖγμα
πνῖγμα, τό, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10; Ael. H. A. 10, 48 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνῖγμα, τό, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10; Ael. H. A. 10, 48 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνῖγμα — choking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγμα — ίγματος, τὸ, Α [πνίγω] το αίσθημα τού πνιγμού, τής ασφυξίας («βήξ... μετ ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
ՀԵՂՁՈՒՄՆ — (ձման.) NBH 2 0084 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. πνιγμός, πνίγμα suffocatio. Հեղձանելն, իլն. խեղդումն. խղդելը, խըղդըւիլը. ... *Զառեալ կենդանիսն ապրեցուցանէր եւեթ ʼի ջրոցն հեղձմանէ. Սարգ. ՟ա. պետ. ՟Ը: *Ոչ եթէ յայն իրս հեղձման… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πνίγματι — πνί̱γματι , πνῖγμα choking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγματος — πνί̱γματος , πνῖγμα choking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)