- πνῑγῖτις
πνῑγῖτις, ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνῑγῖτις, ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνιγῖτις — clay fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγίτις — ίτιδος, ἡ, Α φρ. «πνιγῑτις γῆ» είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ τού πνίγω + επίθημα ῖτις (πρβλ. στεγ ίτις)] … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek