πνῑγίζω, = πνίγω, Strat. 64, 8 (XII, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνιγίζω — Α (ποιητ. τ.) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ τού πνίγω + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
πνιγίζεις — πνῑγίζεις , πνιγίζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)