- πίλινος
πίλινος, von Filz gemacht, Poll. 7, 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίλινος, von Filz gemacht, Poll. 7, 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίλινος — made of felt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίλινος — ίνη, ον, Α [πίλος] κατασκευασμένος από πίλημα … Dictionary of Greek
πίλινον — πίλινος made of felt masc acc sg πίλινος made of felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλίνους — πίλινος made of felt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίλιος — ία, ον, Α [πίλος] πίλινος, κατασκευασμένος από πίλημα … Dictionary of Greek