πίνος

πίνος

πίνος, , Schmutz, bes. fettiger Schmutz, Fettglanz; σὺν πίνῳ χερῶν, Aesch. Ag. 752; Soph. O. C. 1261 nach Scalig. Conj. für πόνος; Eur. πίνῳ ὅσῳ βέβριϑα, El. 305; folgde Dichter, Ap. Rh. 2. 200, wie in späterer Prosa, Plut. Pyth. or. 2, neben ἰός, von dem Rost, der sich an Metall ansetzt, τῶν ἀνδριάντων οὐδεὶς ἔσχεν ἰὸν οὐδὲ πίνον; so auch D. Hal. ep. ad Cn. Pomp. 2, 4 ὅ τε πίνος αὐτῇ καὶ χνοῦς ὁ τῆς ἀρχαιότητος περιτρέχει, was geschätzt wird. [Den Accent bemerken ausdrücklich Arcad. p. 63, 21 u. Drac. p. 121, 17, die Länge des ι läßt sich auch nirgends belegen, daher πῖνος falscher Accent.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίνος — dirt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — πίνος dirt masc nom/voc/acc dual πίνος dirt masc gen sg (doric aeolic) πί̱νω , πίνω Aër. pres subj act 1st sg πί̱νω , πίνω Aër. pres ind act 1st sg πί̱νω , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc dual πί̱νω , πῖνον liquor made from barley… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνε — πίνος dirt masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνοι — πίνος dirt masc nom/voc pl πί̱νοῑ , πίνω Aër. pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνοις — πίνος dirt masc dat pl πί̱νοις , πίνω Aër. pres opt act 2nd sg πί̱νοις , πῖνον liquor made from barley neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνον — πίνος dirt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνου — πίνος dirt masc gen sg πί̱νου , πίνω Aër. pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) πί̱νου , πίνω Aër. imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) πί̱νου , πῖνον liquor made from barley neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνους — πίνος dirt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνων — πίνος dirt masc gen pl πί̱νων , πίνω Aër. pres part act masc nom sg πί̱νων , πῖνον liquor made from barley neut gen pl πινάω to be dirty imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πινάω to be dirty imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνῳ — πίνος dirt masc dat sg πί̱νῳ , πῖνον liquor made from barley neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”