πίνος — dirt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
πίνω — πίνος dirt masc nom/voc/acc dual πίνος dirt masc gen sg (doric aeolic) πί̱νω , πίνω Aër. pres subj act 1st sg πί̱νω , πίνω Aër. pres ind act 1st sg πί̱νω , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc dual πί̱νω , πῖνον liquor made from barley… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνε — πίνος dirt masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνοι — πίνος dirt masc nom/voc pl πί̱νοῑ , πίνω Aër. pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνοις — πίνος dirt masc dat pl πί̱νοις , πίνω Aër. pres opt act 2nd sg πί̱νοις , πῖνον liquor made from barley neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνον — πίνος dirt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνου — πίνος dirt masc gen sg πί̱νου , πίνω Aër. pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) πί̱νου , πίνω Aër. imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) πί̱νου , πῖνον liquor made from barley neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνους — πίνος dirt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνων — πίνος dirt masc gen pl πί̱νων , πίνω Aër. pres part act masc nom sg πί̱νων , πῖνον liquor made from barley neut gen pl πινάω to be dirty imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πινάω to be dirty imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνῳ — πίνος dirt masc dat sg πί̱νῳ , πῖνον liquor made from barley neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)