- πίνυσις
πίνυσις, ἡ, Klugheit, Ueberlegenheit, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίνυσις, ἡ, Klugheit, Ueberlegenheit, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίνυσις — prudence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνυσις — ήσεως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύνεσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek