πίφηξ

πίφηξ

πίφηξ, , v. l. von πίφιγξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίφι(γ)ξ — και πίφηξ, γγος, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ ίζω*, πιπ ῶ* και το εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, στρ ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”