πίτυρον — πίτῡρον , πίτυρον husks of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
πιτυρίδα — και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον +… … Dictionary of Greek
Pityriasis — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Pityriasis est un terme qui dérive du grec πιτυρίασις «dartre farineuse» lui même issue de πίτυρον «son, partie la plus grossière du blé moulu[1]. Le nom… … Wikipédia en Français
Pityriasis — (Griechisch πίτυρον Kleie) beschreibt die (Ab ) Schuppung der Haut. Klassifikation Unterformen Pityriasis alba Pityriasis lichenoides chronica Pityriasis lichenoides et varioliformis acuta Pityriasis rosea Pityriasis circinata Pityriasis rubra… … Deutsch Wikipedia
pitiríasis — ► sustantivo femenino MEDICINA Cualquier enfermedad que produce descamación de la piel. IRREG. plural pitiriasis * * * pitiriasis (del gr. «pítyron», salvado) f. Med. Nombre aplicado a diversas enfermedades eruptivas; entre ellas, a la… … Enciclopedia Universal
πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] … Dictionary of Greek
πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που … Dictionary of Greek
πιτυρίζω — Α [πίτυρον] επικαλύπτομαι με στρώμα πιτύρων … Dictionary of Greek
πιτυρίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ἐλαία) είδος μικρής ελιάς όμοιας στο χρώμα με το πίτυρο η οποία συλλεγόταν και συσκευαζόταν πριν να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς, πιτυ ίς)] … Dictionary of Greek
πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] … Dictionary of Greek