- πίττινος
πίττινος, πιττόω, πίττωσις, πιττωτός, att. statt πίσσινος, πισσόω u. s. w.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίττινος, πιττόω, πίττωσις, πιττωτός, att. statt πίσσινος, πισσόω u. s. w.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίττινος — η, ον, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσινος … Dictionary of Greek
πίσσινος — και αττ. τ. πίττινος, ίνη, ον, Α [πίσσα] 1. ο φτιαγμένος από πίσσα ή αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα ή αυτός που έχει τη χροιά πίσσας 2. ο όμοιος με πίσσα («κατέσταζεν ἐξ αὐτοῡ δρόσος πιττίνη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek