πίσινος

πίσινος

πίσινος, von Erbsen, Ar. Equ. 1176, ἔτνος, wie Antiphan. bei Ath. IX, 370 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πισινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινός οι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινά i) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτω ii)… …   Dictionary of Greek

  • πισινός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή έρχεται πίσω (αντίθ. μπροστινός): Στα πισινά στασίδια όλα σιμά μου σειούνται τα ξεσκλίδια (Σολωμός). 2. το αρσ. ως ουσ., πισινός τα οπίσθια, ο κώλος: Μόλις με είδε μου γύρισε τον πισινό του. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίσινος — η, ον, Α [πίσος] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πίσινον — πίσινος made of peas masc acc sg πίσινος made of peas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισίνου — πίσινος made of peas masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • απαυτός — ή, ό (αντων.) 1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ απαυτό να το δούμε») 2. ο απαυτός ο πισινός, ο πρωκτός 3. τ απαυτά οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός*] …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • πισινέλα — η, Ν τμήμα τής ιπποσκευής, το περιγλούτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισινός + κατάλ. έλα (πρβλ. μπροστιν έλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”