πίσυγγος

πίσυγγος

πίσυγγος, , der Schuster, wird richtiger, von πίσσα abgeleitet, πίσσυγγος geschrieben; Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c; Sapph. frg. 38; Poll. 7, 82 erkl. οἱ τὰ ὑποδήματα ῥάπτοντες, aus comic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίσυγγος — και πίσσυγγος, ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • πισύγγοις — πίσυγγος shoemaker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισύγγους — πίσυγγος shoemaker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισύγγων — πίσυγγος shoemaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσυγγε — πίσυγγος shoemaker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσυγγοι — πίσυγγος shoemaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσυγγον — πίσυγγος shoemaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • πίσσυγγος — ὁ, Α (δ. γρφ·) βλ. πίσυγγος …   Dictionary of Greek

  • πεττύκια — τὰ, Α τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τής καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. πίσυγγος* (πρβλ. πέσσυμπτον, πεσσύπτη). Κατ άλλους, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το πιττάκιον*] …   Dictionary of Greek

  • πισύγγιον — τὸ, Α [πίσυγγος] εργαστήριο υποδημάτων, υποδηματοποιείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”