πίστις

πίστις

πίστις, , Tre ueu. Glauben, Vertrauen, Zutrauen; πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, Hes. O. 370; ἐν ὄμμασι ϑέσϑαι πίστιν, Pind. N. 8, 44; Aesch. Pers. 435; ϑνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία, Soph. O. C. 617; εἴ τίς ἐστι πίστις ἐν τοῖς δρωμένοις, Tr. 585; νῦν γ' ἂν τῷ ϑεῷ πίστιν φέροις, O. R. 1445; ὅρκων φρού-δη πίστις, Eur. Med. 492; τὰν πίστιν σμικρὰν παρ' ἐμοί γ' ἔχει, El. 737; οἷσιν οὔτε πίστις μένει, Ar. Ach. 289; Her. 8, 105; πίστει χρήσασϑαι μονίμῳ, Plat. Rep. VI, 505 e; δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληϑεῖς, Tim. 37 b; διασώζειν τι ἐν πίστει, Xen. Cyr. 1, 6, 19; Folgde; Kredit, Dem. 36, 57, vgl. 44; εἰς πίστιν διδόναι, 32, 16. – Beweis, Unterpfand der Treue, Versicherungs-, Ueberzeugungsmittel, auch Bürgschaft, Zusicherung, ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, Soph. Phil. 802, vgl. O. C. 1628; πίστιν ἐπιτιϑέναι κατὰ τῶν ἱερῶν, Is. 7, 16; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσϑαι, einen Vertrag, ein Bündniß machen, Her. 9, 32; auch im plur., τὰς πίστις ποιεῖσϑαι, 3, 8; πίστι λαβεῖν, καταλαβεῖν τινα, Einen nach gegebener Bürgschaft zum Freunde annehmen, 3, 74. 9, 106; πρός τινα, Thuc. 4, 51; ὅρκων καὶ πίστεων, Plat. Legg. III, 701 c; πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι καὶ δεδέχϑαι, Phaedr. 256 d; πίστεις ποιεῖσϑαι ἀλλήλοις, Xen. Hell. 1, 3, 12; πίστιν δοῠναι, Ar. Lys. 1185; καὶ λαβεῖν, Xen. oft; vgl. τὴν ἑαυτῷ πρὸς ὑμᾶς γεγενημένην πίστιν ἀνεῖλε, Din. 3, 18; Pol. oft, auch πίστεις ϑέσϑαι, 3, 67, 7; er braucht es auch für das anvertraute Geschäft, 6, 35, 8 u. sonst; – Arist. rhet. 1, 1 führt die πίστεις als künstliche Beweismittel an; πίστεσιν, αἷς ἄλλους πείϑομεν, βουλευώμεϑα, Isocr. 3, 8; vgl. noch Plat. παραμυϑίας δεῖται καὶ πίστεως, Phaed. 70 b; auch = Versprechen, Verheißung, πίστεσιν ἐξαπατηϑέντες, Xen. Cyr. 8, 8, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίστις — πίστῑς , πίστις trust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίστις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνεορτάζεται με τις αγίες που έχουν το όνομα Ελπίς, Αγάπη και Σοφία γιατί μαρτύρησαν μαζί. Καταγόταν από την Ιταλία. Οι μεν Πίστις και η Αγάπη μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό σε ηλικία δώδεκα και εννιά χρονών… …   Dictionary of Greek

  • πίστεις — πίστις trust fem nom/voc pl (attic epic) πίστις trust fem nom/acc pl (attic) πίστις trust fem acc pl (attic ionic) πίστις trust fem nom pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστει — πίστις trust fem nom/voc/acc dual (attic epic) πίστεϊ , πίστις trust fem dat sg (epic ionic) πίστις trust fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστι — πίστις trust fem voc sg πίστῑ , πίστις trust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστιες — πίστις trust fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστεος — πίστις trust fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστεσι — πίστις trust fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστεσιν — πίστις trust fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστιν — πίστις trust fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστιος — πίστις trust fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”