- πίστρον
πίστρον, τό, = πίστρα, πληροῦν πίστρα, Eur. Cycl. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίστρον, τό, = πίστρα, πληροῦν πίστρα, Eur. Cycl. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
πίστρα — πίστρᾱ , πίστρα drinking trough fem nom/voc/acc dual πίστρᾱ , πίστρα drinking trough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πίστρον drinking trough neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)