πίστρα

πίστρα

πίστρα, , a) die Tränke, = ποτίστρα, Strab. 8, 3, 31. – b) Gefäß zum Trinken, Trinkgefäß, Eur. Cycl. 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίστρα — πίστρᾱ , πίστρα drinking trough fem nom/voc/acc dual πίστρᾱ , πίστρα drinking trough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πίστρον drinking trough neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστρα — ἡ, Α η ποτίστρα τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. από θ. πι τού πίνω* με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πιστός (ΙΙ), πισμός, πίσα) + επίθημα τρα] …   Dictionary of Greek

  • πίστραν — πίστρᾱν , πίστρα drinking trough fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστραις — πίστρα drinking trough fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστρη — πίστρα drinking trough fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • πισμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι τού πίνω*, με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • πιστήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῑ τού πίνω* με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”