- πίπερι
πίπερι, τό, = πέπερι, Pfeffer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίπερι, τό, = πέπερι, Pfeffer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιπέρι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Σκοπέλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι που υπάρχει στο ανατολικότερο άκρο των Βόρειων Σποράδων. * * * το / πιπέριν ΝΜ γενική ονομασία που αναφέρεται στα… … Dictionary of Greek
πιπέρι — το 1. καρπός φυτού τροπικών χωρών, που τριμμένο ή όχι χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στα φαγητά, αλλιώς μαυροπίπερο: Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα (παροιμ.). 2. σκόνη από κόκκινη πιπεριά, αλλιώς κοκκινοπίπερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίπερι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Σκοπέλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι που υπάρχει στο ανατολικότερο άκρο των Βόρειων Σποράδων. * * * έρεως, τὸ, Α βλ. πέπερι … Dictionary of Greek
πέπερι — το, ΝΜΑ, και πίπερι, έρεως και έριος και δ. τ. πέπερις, έριδος, ὁ, Α 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πιπερίδες και το οποίο περιλαμβάνει 1.500 2.000 είδη… … Dictionary of Greek
πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση … Dictionary of Greek
πιπερίζω — πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν [πιπέρι/ πέπερι] (αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι 2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή … Dictionary of Greek
αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] … Dictionary of Greek
κοκκινοπίπερο — το το πιπέρι που προέρχεται από κόκκινη πιπεριά, το κόκκινο πιπέρι … Dictionary of Greek
οξυπέπερι — ὀξυπέπερι, εως, τὸ (Α) μίγμα από ξίδι και πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέπερι «πιπέρι»] … Dictionary of Greek