πέῤῥοχος, äol. statt περίοχος, = ὑπέροχος, Sapph. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέρροχος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. περίοχος … Dictionary of Greek
πέρροχος — περίοχος superior masc/fem nom sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοχος — ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α [περιέχω] 1. υπέροχος 2. υπέρτερος … Dictionary of Greek