πένθεια, ἡ, poet. Nebenform von πένϑος, Aesch. Ag. 419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πένθεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πένθεια — ἡ, Α [πένθος] (ποιητ. τ.) η κατάσταση τού πένθους … Dictionary of Greek