- πέδιος
πέδιος, = πεδιαῖος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδιος, = πεδιαῖος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πεδίος, Κόιντος — (Pedius Contius). Ρωμαίος ζωγράφος, εγγονός του Κόιντου Πέδιου, μικρανιψιού του Ιούλιου Καίσαρα από την αδελφή του Ιουλία. Επειδή γεννήθηκε κωφάλαλος, ο ρήτορας Μεσσάλας πρότεινε να του διδάξουν τη ζωγραφική τέχνη. Η οικογένεια του επιδοκίμασε… … Dictionary of Greek
πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek