πέδων

πέδων

πέδων, ωνος, ὁ, ein schlechter Sklave, der fast immer in Fußfesseln steckt, Ar. frg. Vgl. πεδότριψ und Moeris a. a. O.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] …   Dictionary of Greek

  • πεδῶν — πέδη fetter fem gen pl πεδάω bind with fetters pres part act masc voc sg πεδάω bind with fetters pres part act neut nom/voc/acc sg πεδάω bind with fetters pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πεδάω bind with fetters pres part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδωνος — πέδων one in fetters masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] …   Dictionary of Greek

  • οψιπέδων — ὀψιπέδων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)] …   Dictionary of Greek

  • Αλβινοβανός — Όνομα δύο Λατίνων ποιητών. 1. Α. Κέλσος. Γραμματέας του αυτοκράτορα Τιβέριου και ποιητής. Ήταν φίλος του ποιητή Οράτιου, που σε επιστολή του τον συμβούλεψε να μη μιμείται άλλους ποιητές. 2. Α. Πέδων. Ρωμαίος ποιητής που έζησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • γαπέδων — γάπεδον neut gen pl γᾱπέδων , γήπεδον plot of ground neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”