πέζευμα, τό, Fußvolk (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέζευμα — το, ΝΜ, πέζεμα Ν [πεζεύω] η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα μσν. (στο Βυζάντιο) το μέρος τού Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας … Dictionary of Greek
πέζεμα — το βλ. πέζευμα … Dictionary of Greek