πέτηλον

πέτηλον

πέτηλον, τό, ion. statt πέταλον, bes. von den Aehrenhalmen des Getreides, Hes. Sc. 289; gew. im plur., bes. sp. D., wie Dion. Per. 1125.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέτηλον — πέταλος masc acc sg (ionic) πέταλος neut nom/voc/acc sg (ionic) πέτηλον leaf neut nom/voc/acc sg πέτηλος outspread masc acc sg πέτηλος outspread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτηλον — τὸ, Α βλ. πέταλο …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • πενταπέτηλον — τὸ, Α πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέτηλον (ιων. τ. τού πέταλον)] …   Dictionary of Greek

  • πετηλώδης — ες, Α [πέτηλον / πέταλον] (για νόμισμα) ο λεπτός σαν φύλλο …   Dictionary of Greek

  • τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • πετήλοις — πέταλος masc/neut dat pl (ionic) πέτηλον leaf neut dat pl πέτηλος outspread masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετήλου — πέταλος masc/neut gen sg (ionic) πέτηλον leaf neut gen sg πέτηλος outspread masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετήλων — πέταλος fem gen pl (ionic) πέταλος masc/neut gen pl (ionic) πέτηλον leaf neut gen pl πέτηλος outspread fem gen pl πέτηλος outspread masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετήλῳ — πέταλος masc/neut dat sg (ionic) πέτηλον leaf neut dat sg πέτηλος outspread masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”