προς-ερείδω

προς-ερείδω

προς-ερείδω, dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προςήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόϑεν προςηρεικότες, 1, 10, 11; προςερηρεικώς u. προςερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσκατερείδεται — πρός , κατά ἐρείδω cause to lean pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσερείδω — ΝΜΑ ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.) 2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα …   Dictionary of Greek

  • προσκατερείδομαι — Α πιέζομαι προς τα κάτω ακόμη περισσότερο («προσκατερείδομαι πρὸς τὴν γῆν ὑπὸ τῆς χειρός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] …   Dictionary of Greek

  • έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”