πέρφερες, οἱ, s. περιφερής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέρφερες — περιφέρω carry round imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περφερέες — και πέρφερες, οἱ, Α οι πέντε θεωροί που συνόδευαν τις Υπερβόρειες κόρες στη Δήλο … Dictionary of Greek