- πέπλωμα
πέπλωμα, τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ ϑεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέπλωμα, τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ ϑεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέπλωμα — robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπλωμα — τὸ, Α ένδυμα, φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)] … Dictionary of Greek
πεπλωμάτων — πέπλωμα robe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλώμασιν — πέπλωμα robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλώματα — πέπλωμα robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλώματι — πέπλωμα robe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλώματος — πέπλωμα robe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλώματ' — πεπλώματα , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc pl πεπλώματι , πέπλωμα robe neut dat sg πεπλώματε , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπλωμα — το είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση τού ἅπλωμα] … Dictionary of Greek
σελίδωμα — ώματος, τὸ, Α πλατιά σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα] … Dictionary of Greek
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek