- πέπανσις
πέπανσις, ἡ, das Reifmachen, das Reisen; Arist. meteor. 4, 2; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέπανσις, ἡ, das Reifmachen, das Reisen; Arist. meteor. 4, 2; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέπανσις — ripening fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπανσις — άνσεως, ἡ, Α [πεπαίνω] 1. (για καρπούς) 1. ωρίμαση, γίνωμα 2. (για οιδήματα) μαλάκωμα … Dictionary of Greek
πεπάνσει — πέπανσις ripening fem nom/voc/acc dual (attic epic) πεπάνσεϊ , πέπανσις ripening fem dat sg (epic) πέπανσις ripening fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπάνσεις — πέπανσις ripening fem nom/voc pl (attic epic) πέπανσις ripening fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπάνσιες — πέπανσις ripening fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπανσιν — πέπανσις ripening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέψη — Bλ. λ. πεπτικό σύστημα. * * * η / πέψις, εως, ΝΜΑ [πέσσω] ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού αρχ. 1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί… … Dictionary of Greek
πεπασμός — ὁ, Α [πεπαίνω] 1. πέπανσις* 2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση τής δριμύτητας, μαλάκωμα β) εμπύηση … Dictionary of Greek
ԺԱՄԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0830 Chronological Sequence: 6c, 10c, 13c գ. ԺԱՄԱՆՈՒԹԻՒՆ ԺԱՄԱՆՈՒՄՆ. Ժամանելն, հասանելն. հասնիլը. ... *Փառաւորել զքեզ, կենսատու, ʼի կանուխն ժամանութիւն, եւ յանագանն յարաձգութիւն. Նար. ՟Ղ՟Զ: *Ժամանութիւն արեգական առ ʼի մերժել զմութ գիշերի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԺԱՄԱՆՈՒՄՆ — (նման.) NBH 1 0830 Chronological Sequence: 6c, 10c, 13c գ. ԺԱՄԱՆՈՒԹԻՒՆ ԺԱՄԱՆՈՒՄՆ. Ժամանելն, հասանելն. հասնիլը. ... *Փառաւորել զքեզ, կենսատու, ʼի կանուխն ժամանութիւն, եւ յանագանն յարաձգութիւն. Նար. ՟Ղ՟Զ: *Ժամանութիւն արեգական առ ʼի մերժել զմութ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πεπάνσεων — πεπάνσεω̆ν , πέπανσις ripening fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)