- πέπριλος
πέπριλος, ὁ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέπριλος, ὁ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπρίλος — fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπρίλος — ο, ΝΑ είδος ψαριού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμησης ανήκει στην οικογένεια stromateidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τού πέρδομαι* με διπλασιασμό πε και επίθημα ίλος (πρβλ. ναυτ ίλος)] … Dictionary of Greek