- πάλ-λευκος
πάλ-λευκος, ganz weiß; Aesch. Eum. 352; δέρη, Eur. Med. 30; πούς, Her. 500; sp. D., στῆϑος, Agath. 5 (V, 276); Nonn. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλ-λευκος, ganz weiß; Aesch. Eum. 352; δέρη, Eur. Med. 30; πούς, Her. 500; sp. D., στῆϑος, Agath. 5 (V, 276); Nonn. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek