πάλμυς

πάλμυς

πάλμυς, υος, ὁ, der König; Hipponax frg. 1, 2 bei Tzetz. zu Lycophr. 219; Dosiad. ara (XV, 25); πάλμυς ἀφϑίτων, Zeus, Lycophr. 691.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πάλμυς — Πάλμῡς , Πάλμυς masc acc pl Πάλμυς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλμυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ιπποτίωνα, ηγεμόνα της Ασκανίας, πόλης της Βιθυνίας. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και πολέμησε γενναία μαζί με τον Έκτορα. * * * πάλμυς, υδος, ὁ (ΑΜ) (ως επίθ. τού Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμυ — Πάλμυς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάλμυν — Πάλμυς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάλμυος — Πάλμυς masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”