- πάλσις
πάλσις, ἡ, das Schwingen, E. M. 394, 56 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλσις, ἡ, das Schwingen, E. M. 394, 56 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλσις — πάλσις, ἡ (Α) [πάλλω] 1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός 2. αστραπιαία κίνηση 3. η παλμική κίνηση τής καρδιάς 4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός … Dictionary of Greek
πάλσις — πάλσῑς , πάλσις rapid motion fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πάλσις rapid motion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλσιν — πάλσις rapid motion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλσεως — πάλσεω̆ς , πάλσις rapid motion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)