- πάν-οπτος
πάν-οπτος, von Allen gesehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-οπτος, von Allen gesehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνοπτος — ον, Α αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τόν δουν οι πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. ύπ οπτος] … Dictionary of Greek